παραπηδώ

παραπηδώ
παραπηδῶ, -άω, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. πηδώ σε μεγάλο ύψος ή μήκος
2. γλιστρώ καθώς πηδώ
μσν.
ξεπερνώ κάποιον με πήδημα
αρχ.
1. παραβαίνω, παραβιάζω (εἰ πάντας παραπηδήσειαν τοὺς νόμους», Αισχίν.)
2. (για σκύλο) εφορμώ, επιτίθεμαι
3. μτφ. αναπηδώ στο βήμα («δημαγωγὸς αὐτοῑς ἐκ παιδαγωγείου παραπεπήδηκεν ὁ Πομπήϊος», Πλούτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”